- χρεωλυσία
- η фин. амортизация, погашение долга в рассрочку, частями (через равные промежутки времени)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρεωλυσία — και χρεολυσία, η, ΝΑ [χρεωλυτῶ] πληρωμή χρέους νεοελλ. (νομ. οικον.) απόσβεση χρέους μέσα σε τακτό χρονικό διάστημα και με ισόποσες δόσεις που καταβάλλονται σε ίσα χρονικά διαστήματα … Dictionary of Greek
χρεωλυτικός — και χρεολυτικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρεωλύσιο ή στην χρεωλυσία 2. φρ. «χρεωλυτικό κεφάλαιο» κεφάλαιο που συσσωρεύθηκε και αποταμιεύθηκε από επιχείρηση ή από κυβερνητικό οργανισμό, με στόχο την περιοδική αποπληρωμή… … Dictionary of Greek
χρεολυσία — η, ΝΑ βλ. χρεωλυσία … Dictionary of Greek
οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… … Dictionary of Greek